- τανταλίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού σιδήρου, τού μαγγανίου και τού τανταλίου, με σιδηρόμαυρο χρώμα και λιπαρή, υπομεταλλική λάμψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tantalite < tantalum (βλ. λ. ταντάλιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπουακέ — (Bouake). Πόλη (565.000 κάτ. το 2001) της Ακτής του Ελεφαντοστού, πρωτεύουσα του ομώνυμου γεωγραφικού διαμερίσματος και της επαρχίας Κοιλάδα του Μπανταμά. Η πόλη, που βρίσκεται σε υψόμετρο 364 μ. στο εσωτερικό υψίπεδο της χώρας, στα βόρεια όρια… … Dictionary of Greek